σκοτάδι — το 1. έλλειψη φωτός, σκότος: Δεν έβλεπαν τίποτε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. 2. άγνοια, ασάφεια, μυστήριο: Πυκνό σκοτάδι καλύπτει την υπόθεση. – Βρίσκεται σε σκοτάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… … Dictionary of Greek
σκοτεινιάζω — Ν [σκοτεινιά] 1. (μτβ.) κάνω κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι (α. «έκλεισες την πόρτα και σκοτείνιασες το δωμάτιο» β. «κι η λάμψη κείνη που φεγγε, εδά μέ σκοτεινιάζει», Ερωτόκρ.) 2. (αμτβ.) γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι (α. «έχει… … Dictionary of Greek
έρεβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, προσωποποίηση του πρωτογενούς σκότους, γιος του Χάους και αδελφός της Νύκτας. Γέννησε μαζί της τον Αιθέρα (το φως της ημέρας), την Ημέρα και τον Έρωτα και ύστερα κατέβηκε στα βάθη της Γης, όπου βρίσκεται το βασίλειο του Άδη … Dictionary of Greek
βραδιάζω — (Μ βραδιάζω) [βράδυ] Ι. 1. με βρίσκει το σκοτάδι σε κάποιο σημείο μακριά από το σπίτι μου ή τον προορισμό μου 2. απρόσ. βραδιάζει έρχεται το βράδυ, πέφτει το σκοτάδι II. βραδιάζομαι βραδιάζω, με βρίσκει το σκοτάδι … Dictionary of Greek
σκοταδιάζω — Ν [σκοτάδι] 1. γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι, σκοτεινιάζω («κι αυτός σαν φεύγει, μάννα μου, ο κόσμος σκοταδιάζει», Κρυστ.) 2. απρόσ. σκοταδιάζει επέρχεται σκοτάδι, βραδιάζει, σκοτεινιάζει … Dictionary of Greek
υπόζοφος — ον, Μ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από βαθύ σκοτάδι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπόζοφος το βαθύ σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζόφος «βαθύ σκοτάδι»] … Dictionary of Greek